ἀλγυντήρ

ἀλγυντήρ
ἀλγ-υντήρ, ῆρος, ,
A causing pain, τινῶν Orac. ap. Zos.1.57.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αλγυντήρ — ἀλγυντὴρ ( ῆρος), ο (Α) [ἀλγύνω] αυτός που φέρει ψυχικό άλγος, λύπη …   Dictionary of Greek

  • ἀλγυντῆρες — ἀλγυντήρ causing pain masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλγύνω — ἀλγύνω (Α) 1. ενεργ. προξενώ σωματικό ή ψυχικό πόνο, στενοχωρώ, λυπώ, θλίβω 2. παθ. αισθάνομαι σωματικό ή ψυχικό πόνο, θλίβομαι, λυπούμαι, ταλαιπωρούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλγος. ΠΑΡ. αρχ. ἀλγυνσις, ἀλγυντήρ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”